εντευκτήριο

εντευκτήριο
το
1. χώρος όπου δίνονται συνεντεύξεις, γίνονται συναντήσεις κ.λπ.
2. αίθουσα ιδρύματος, λέσχης κ.λπ. για αναμονή ή αναψυχή τών επισκεπτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εντευκτήριο — το 1. χώρος όπου γίνονται συναντήσεις. 2. αίθουσα αναμονής ή υποδοχής όπου γίνονται δεκτοί οι επισκέπτες ιδρύματος (μοναστηριού, στρατοπέδου κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • Manolis Anagnostakis — (Salónica, 10 de marzo de 1925 – Atenas, 23 de junio de 2005) fue un poeta griego y crítico en la vanguardia de los movimientos poéticos marxista y existencialista que surgieron durante la Guerra civil griega a finales de los años 1940.… …   Wikipedia Español

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • καρέ — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 79 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. Ν της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. * * * το και καρές, ο 1. το τετράγωνο 2. (για χαρτοπαίγνια) α) ομάδα… …   Dictionary of Greek

  • κλαμπ — το λέσχη, εντευκτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. club] …   Dictionary of Greek

  • μεσόδομος — (I) ο ναυτ. αίθουσα πολεμικού πλοίου η οποία χρησιμεύει ως εντευκτήριο και εστιατόριο τών κατώτερων αξιωματικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φιλ. Ιωάννου]. (II) μεσόδομος, η (Α) κλίμακα, σκάλα …   Dictionary of Greek

  • συνεντευκτήριο — το, Ν ο τόπος όπου γίνεται η συνέντευξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εντευκτήριο. Η λ., στον λόγιο τ. συνεντευκτήριον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”